Ποσειδάν

Ποσειδάν
Ποσειδᾱων, -ειδάν (-άων, -άν, -άωνος, -ᾶνος, -άωνι, -άωνα, -ᾶνα), -αον, -άν voc., v. Kambylis, Anredeformen, 133: Ποτειδᾶνος v. infra.) son of Kronos, husband of Amphitrite, god of the sea, earthquakes and horses, patron of the Isthmian games. (Πέλοψ)
1

τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν O. 1.26

ΠοσείδαονO. 1.75 (Πιτάνα)

Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29

ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν O. 6.58

εὐρυμέδων τε Ποσειδάν (as builder of the walls of Troy) O. 8.31 Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος (Thom. Mag., Tricl.: ποσειδᾶνος, ποτιδᾶνος codd.: “carmini victorem Corinthium celebranti dei appellatio Corinthia perquam apta est,” Turyn) O. 13.5 ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (Tricl.: ποτιδᾶνος, ποσειδᾶνος, ποσειδῶνος codd.) O. 13.40

ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31

Εὔφαμος υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξP. 4.45παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου” (Pelias) P. 4.138

Ποσειδάωνος ἐνναλίου τέμενος P. 4.204

Ἐλέλιχθον Ποσειδάν P. 6.51

γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37

ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδάν I. 1.32

Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.14

κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον)

σχέθοι I. 4.54

Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27

ἐλασίχθων (Ποσειδάν) fr. 18.

Ναίδ]ος Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2

ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3

φὰν δ ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος (Peirithoos & Theseus) fr. 243. ]ε Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9. cf. εὐτρίαινα, ὀρσιτρίαινα, ὀρσοτρίαινα, ἀγλαοτρίαινα, ἐννοσίγαιος, ἐννοσίδας, σεισίχθων, ποντομέδων, Ἴσθμιος, Πετραῖος, Κρόνιος, Δαμαῖος.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • POSIDON — Graecum Neptuni nomen, quod ex Graeca lingua explicare Grammatici frustra conantur, inquit Bochartus, l. 1. Phaleg, c. 1. cum Africum esse doceat Herdotus, in Euterpe. Verba sunt: Ο᾿υδαμῆ γαρ άπ´ ἀρχῆς Ποσειδίωνος οὔνομα ἔκτηνται, εἰμὴ Λίβυες,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίλυση — η (AM ἐπίλυσις) [επιλύω] 1. η εύρεση τής λύσης που πρέπει («η επίλυση τών προβλημάτων») 2. εξήγηση, διασάφηση αρχ. μσν. απαλλαγή από κάτι («Ποσειδᾱν, ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου», Αισχ.) μσν. είδος αυτοκρατορικού εγγράφου αρχ. 1. απαλλαγή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”